σειρίαση

σειρίαση
η / σειρίασις, -άσεως, ΝΜΑ, και σιρίασις Α [σειριῶ]
βαριά μορφή ηλίασης
νεοελλ.
1. απότομη προσβολή από νόσο, την οποία απέδιδαν, παλαιότερα, στον αστέρα Σείριο
2. (για ζώο) απότομη εξάντληση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • -ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… …   Dictionary of Greek

  • ηλίαση — Μορφή θερμοπληξίας που προκαλείται από παρατεταμένη έκθεση του κεφαλιού σε έντονο ήλιο χωρίς κάλυμμα. Είναι συχνή στις τροπικές περιοχές, αλλά δεν είναι σπάνια και στα δικά μας γεωγραφικά πλάτη. Συμβαίνει κυρίως σε εξασθενημένα άτομα και… …   Dictionary of Greek

  • σειριώ — σειριῶ, άω, ΝΑ, και σιριῶ Α [Σείριος] πάσχω από σειρίαση αρχ. 1. (για τον ήλιο) καταφλέγω, καίω 2. (για ίππο) πάσχω από τη νόσο σειρά* 3. (κατά τον Ησύχ.) «φλεγμαίνει καροῡται» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”